- λάπαθα
- λάπαθονmonk's rhubarbneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαπαρός — λαπαρός, ά, όν (Α) 1. χαλαρός, λαγαρός (α. «τὸ λαπαρὸν τῆς πλευρῆς», Ιπποκρ β. «ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον», Ιπποκρ.) 2. (για μαξιλάρι) βαθουλωτό, μαλακό 3. (για πόνο) ελαφρός, μαλακός 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος».… … Dictionary of Greek
ρούμεξ — και ρούμιξ, ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια πολυγονίδες τής τάξης πολυγονώδη, με 150 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν 18 αυτοφυή, κοινώς γνωστά ως λάπαθα, ξινήθρες, ξινολάπατα κ.ά.… … Dictionary of Greek
άπιο — I (apio). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Τα έντομα αυτά ζουν σε χώρες με εύκρατα κλίματα. Είναι έντομα μικρά σε μέγεθος, 2 3 χιλιοστά, και έχουν χρώμα στιλπνό μαύρο. Ζουν πάνω σε διάφορα ψυχανθή φυτά στα οποία παρασιτούν… … Dictionary of Greek